- φλογοθάλαμος
- ο, Ντεχνολ. η εστία τών λεβήτων, όπου ολοκληρώνεται η καύση τών αερίων τα οποία δεν έχουν καεί στον κλίβανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.